πολέμιος

πολέμιος
πολέμ-ιος, α, ον, also ος, ον E.Supp.1192, Ar.Av.344 (lyr.):—
A of or belonging to war,

κάματοι Pi.P.2.19

;

ὅπλα

Expl.Arch. de Délos

11.140

;

τὰ π.

war and its business,

Hdt.5.78

, Th.4.80 (s.v.l.), etc.;

παρασκευάζεσθαι τὰ π. Id.1.18

.
II more freq. of or like an enemy, hostile,

ἄνδρες Pi. P.1.80

;

χείρ Id.N.4.55

;

χθών A.Th.588

; δόρυ ib.216, etc.;

ἄνδρα π. ἐχθρόν τε S.Ph.1302

; π. δυσμενῆ τε ib.1323; π. τινί hostile to one,
Hdt.1.4, E.Hec.1138;

π. πῦρ νεύροις Hp.Art.11

.
b freq. as Subst., enemy, Hdt.1.87, Pi.P.1.15, etc.;

οἱ π.

the enemy,

Th.1.84

, 2.43, etc.
c τὸ φύσει π. natural hostility, Id.4.60; τὸ π. τῶν Ἀθηναίων towards them, Id.5.11.
2 generally, opposed, adverse,

δύο . . ἐόντα -ώτατα Hdt. 7.47

; δύο . . ἔτι πολεμιώτερα (sc. γῆ καὶ θάλασσα) ib.49;

τὸ ἔλαιον ταῖς θριξὶ -ώτατον ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων

most hurtful,

Pl.Prt.334b

;

πολεμία ἡ ὀσμὴ τοῖς ὄφεσιν Arist.HA612a29

.
III of or from the enemy,

φόβος A.Th.270

;

φρυκτοί Th.2.94

;

φίλια καὶ π. ναυάγια Lys.2.38

;

τριήρεις IG22.29.15

; πολέμια, τά, enemy's wares, contraband, Ar.Ach. 912; ἡ π. (sc. γῆ, χώρα) the enemy's country, X.Cyr.3.3.16, etc., cf. S.Aj.819.
IV Adv. -ίως in hostile manner,

φιλίως, οὐ π. Th.3.65

, cf. 66, etc.;

π. ἔχειν τινί X.Cyn.7.11

: [comp] Sup.

-ιώτατα, διακείμενος SIG741.19

(Epist. Mithrid., i B.C.).—πολέμιος is older than πολεμικός, being always used by Pi. and Trag., and mostly by Hdt. and Th.; in X. and later writers, πολέμιος is mostly used in the sense of hostile, πολεμικός in that of warlike, skilled in war.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολέμιος — of masc nom sg πολέμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο. * * * α, ο / πολέμιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • πολέμιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός. 2. εχθρικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμιώτερον — πολέμιος of adverbial comp πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιωτάτων — πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιώτατα — πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιώτατον — πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίω — πολέμιος of masc/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/neut gen sg (doric aeolic) πολέμιος of masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) πολεμέω to be at war pres subj act 1st sg (doric) πολεμέω to be at war… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίως — πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc acc pl (doric) πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιον — πολέμιος of masc acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολέμιος of masc/fem acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολεμέω to be at war imperf ind act 3rd pl (doric) πολεμέω to be at war imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίων — πολέμιος of fem gen pl πολέμιος of masc/neut gen pl πολέμιος of masc/fem/neut gen pl πολεμέω to be at war pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”